Βουβωνοκήλη
Ο όρος κήλη χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι ένα τμήμα ενδοκοιλιακού σπλάχνου μετατοπίζεται από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας ενός αδύναμου σημείου στους μύες του κοιλιακού τοιχώματος, γεγονός που διευκολύνει την προβολή του σπλάχνου μέσα από το άνοιγμα του αδύναμου σημείου. Η πιο κοινή ίσως μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος είναι η βουβωνοκήλη. Μάλιστα, η βουβωνοκήλη αντιπροσωπεύει περίπου το 80% όλων των περιπτώσεων κήλης, καθιστώντας την την πιο διαδεδομένη μορφή αυτής της πάθησης.
Τι είναι η βουβωνοκήλη;
Η βουβωνοκήλη είναι μια μορφή κήλης του κοιλιακού τοιχώματος που εμφανίζεται στην περιοχή του βουβωνικού πόρου. Η βουβωνοκήλη χαρακτηρίζεται από την πρόπτωση ενός ενδοκοιλιακού σπλάγχνου, όπως το έντερο, μέσω του βουβωνικού πόρου. Ο βουβωνικός πόρος αποτελεί ένα μικρό κανάλι που διαπερνά το κοιλιακό τοίχωμα και μέσω αυτού περνούν σημαντικές δομές, όπως ο σπερματικός πόρος στους άνδρες. Κάποιο αδύναμο σημείο στην ανατομία αυτού του καναλιού δημιουργεί μια προδιάθεση για την ανάπτυξη κήλης. Στους άνδρες, η πιθανότητα εμφάνισης βουβωνοκήλης κάποια στιγμή στη ζωή τους είναι αισθητά αυξημένη σε αντίθεση με τις γυναίκες. Η ευρεία αυτή διαφορά μεταξύ των φύλων σχετίζεται με την ανατομία της βουβωνικής περιοχής και την ανάπτυξη των κοιλιακών τοιχωμάτων.
Η βουβωνοκήλη διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες: την λοξή και την ευθεία βουβωνοκήλη. Η λοξή βουβωνοκήλη εμφανίζεται συχνότερα σε μικρότερες ηλικίες και προκύπτει όταν το περιεχόμενο της κοιλιάς προβάλλει μέσα από το έσω στόμιο του βουβωνικού πόρου. Από την άλλη, η ευθεία βουβωνοκήλη παρατηρείται πιο συχνά σε μεγαλύτερες ηλικίες και οφείλεται σε αδυναμία του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου. Μάλιστα, η μορφή αυτή κήλης μπορεί να διακριθεί περαιτέρω σε ανατασσόμενη, όπου το περιεχόμενο της κήλης επανέρχεται στην κοιλιακή κοιλότητα είτε αυτόματα είτε με άσκηση ήπιας πίεσης, σε μη ανατασσόμενη και σε περισφιγμένη. Εάν πρόκειται για μη ανατασσόμενη κήλη το περιεχόμενο της κήλης παραμένει εκτός της κοιλότητας μόνιμα, προκαλώντας συνεχή δυσφορία και κίνδυνο περίσφιξης. Στην περισφιγμένη τέλος κήλη η κυκλοφορία του αίματος στο σπλάγχνο που προβάλλει διακόπτεται, γεγονός που απαιτεί επείγουσα χειρουργική επέμβαση ώστε να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα και βιωσιμότητα του σπλάχνου.
Αίτια και παράγοντες κινδύνου
Γενικά, μια βουβωνοκήλη μπορεί να αναπτυχθεί λόγω διαφόρων παραγόντων που λειτουργούν συνεργικά μεταξύ τους. Αρχικά, η κληρονομικότητα μπορεί να αποτελέσει σημαντικό αίτιο, καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης βουβωνοκήλης σε άτομα που έχουν οικογενειακό ιστορικό σχηματισμού της συγκεκριμένης μορφής κήλης. Παράλληλα, η αυξημένη πίεση που ασκείται στο κοιλιακό τοίχωμα λόγω υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη κήλης. Η χειρωνακτική εργασία και η παρατεταμένη άρση βαρέων αντικειμένων αυξάνουν επίσης την ενδοκοιλιακή πίεση και προδιαθέτουν την εμφάνιση κήλης. Ιδιαίτερα επιβαρυντικά λειτουργεί και ο χρόνιος ή επαναλαμβανόμενος βήχας. Η χρόνια καταπόνηση επιπλέον κατά την αφόδευση λόγω δυσκοιλιότητας ή αντίστοιχα η ακατάσχετη παραγωγή κοπράνων λόγω διάρροιας μπορεί να αυξήσουν αντίστοιχα την ενδοκοιλιακή πίεση, οδηγώντας σε κήλη. Τέλος, από τους επιβαρυντικούς παράγοντες κινδύνου δε θα μπορούσε να λείπει και το κάπνισμα.
Συμπτώματα που προκαλεί η βουβωνοκήλη
Ένα βασικό ζήτημα που προκύπτει εάν ο ασθενής πάσχει από κήλη είναι το γεγονός ότι μπορεί να έχει την πάθηση και να μην το αντιληφθεί καν, τουλάχιστον το πρώτο διάστημα. Αυτό συμβαίνει καθώς η βουβωνοκήλη μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική για αρκετό καιρό. Στα αρχικά στάδια, μπορεί να παρατηρηθεί απλώς ένα μικρό εξόγκωμα που γίνεται αντιληπτό όταν ο ασθενής στέκεται όρθιος ή βήχει, και εξαφανίζεται όταν ξαπλώνει. Το εξόγκωμα αυτό είναι συχνά ανατασσόμενο, δηλαδή μπορεί να επανέλθει στην κοιλιακή κοιλότητα με ήπια πίεση. Καθώς ωστόσο η πάθηση εξελίσσεται, ενδέχεται να εμφανιστούν πρόσθετα συμπτώματα όπως αίσθημα βάρους ή καύσου ή πόνος και δυσφορία ιδιαίτερα όταν η κήλη δεν ανατάσσεται πλέον.
Σε πιο προχωρημένα στάδια, η κήλη μπορεί να καταστεί μη ανατασσόμενη, προκαλώντας πόνο και κίνδυνο περίσφιξης του ενδοκοιλιακού σπλάχνου που βρίσκεται εντός του ανοίγματος της κήλης. Η περίσφιξη χαρακτηρίζεται από διακοπή της αιμάτωσης του σπλάγχνου που προεξέχει μέσω του αδύναμου σημείου στο κοιλιακό τοίχωμα, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε ισχαιμία, γάγγραινα και περιτονίτιδα. Τα συμπτώματα που εκδηλώνονται σε περίπτωση περίσφιξης είναι έντονο κοιλιακό άλγος, πυρετός, ναυτία και έμετος.
Επιπλοκές και κίνδυνοι
Η βουβωνοκήλη, αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως περίσφιξη, ισχαιμία και νέκρωση, που μπορεί να οδηγήσουν σε περιτονίτιδα και να θέσουν τη ζωή του ασθενούς σε κίνδυνο. Ο χρόνος από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι την προγραμματισμένη επέμβαση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομος για να αποφευχθούν οι επιπλοκές αυτές.
Διάγνωση της βουβωνοκήλης
Η διάγνωση της βουβωνοκήλης γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω κλινικής εξέτασης από ειδικό γενικό χειρουργό. Η εξέταση γίνεται συνήθως σε όρθια θέση και με την εφαρμογή ήπιων πιέσεων ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη πρόπτωσης. Σε περιπτώσεις όπου η κλινική διάγνωση είναι αμφίβολη, μπορεί να χρειαστεί υπερηχογράφημα μαλακών μορίων ή ακόμα και αξονική τομογραφία για την επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Θεραπευτικές επιλογές για μια βουβωνοκήλη
Η θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι αποκλειστικά χειρουργική. Δυστυχώς δεν υφίσταται κάποιο συντηρητικό μέτρο αντιμετώπισης που να προσφέρει λύση στο πρόβλημα ή να ανακόπτει την εξέλιξη της πάθησης. Αντιθέτως, ορισμένα συντηρητικά μέτρα όπως η εφαρμογή ειδικών ζωνών δεν αποκλείεται να επιδεινώσουν την κατάσταση, καθιστώντας τη χειρουργική επέμβαση πιο πολύπλοκη. Η χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης της κήλης μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με την ανοιχτή είτε με τη λαπαροσκοπική μέθοδο. Η παραδοσιακή ανοιχτή χειρουργική επέμβαση περιλαμβάνει μια τομή στη βουβωνική περιοχή, ανάταξη της κήλης και τοποθέτηση πλέγματος πάνω από τους μύες για ενίσχυση του κοιλιακού τοιχώματος. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες και είναι αποτελεσματική, ωστόσο συνεπάγεται μεγαλύτερη μετεγχειρητική δυσφορία και πιο μακροσκελή χρόνο ανάρρωσης.
Η λαπαροσκοπική μέθοδος από την άλλη πλευρά κερδίζει συνεχώς έδαφος ως επέμβαση εκλογής. Οι τεχνικές αυτές εκτελούνται μέσω τριών μικρών τομών στην κοιλιακή χώρα και με τη χρήση λαπαροσκοπίου, το οποίο εισάγεται μέσω μίας εκ των τομών και επιτρέπει την ορατότητα στο πάσχον σημείο εκ των έσω, χωρίς την ανάγκη για μεγάλες εξωτερικές τομές. Πρόκειται για ελάχιστα επεμβατική τεχνική η οποία μειώνει τη δυσφορία του ασθενούς και τον μετεγχειρητικό πόνο. Η ανάρρωση είναι ταχεία και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις καθημερινές του δραστηριότητες μέσα σε λίγες μέρες. Μάλιστα, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι σαφώς βελτιωμένο καθώς αποφεύγονται οι μεγάλες τομές. Η λαπαροσκοπική τεχνική επίσης διευκολύνει την επιτυχή αποκατάσταση ακόμη και αμφοτερόπλευρων κηλών μέσω των ίδιων τομών.
Μετεγχειρητική πορεία
Μετά την επέμβαση, ο ασθενής αναμένεται να παραμείνει στο νοσοκομείο για λίγες ώρες ή έως μία ημέρα για παρακολούθηση. Ο πόνος μειώνεται σημαντικά εντός 2-3 ημερών, και η πλήρης ανάρρωση επέρχεται μέσα σε μερικές εβδομάδες. Ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει σε ελαφριές δραστηριότητες σχεδόν άμεσα, ενώ οι έντονες σωματικές δραστηριότητες πρέπει να αποφεύγονται για τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες.