Δρ. Ιωάννης Κοτρογιάννης

Edit Content

Πολύποδες Χοληδόχου Κύστης

Οι πολύποδες συνιστούν μικρές αναπτύξεις ιστού που σχηματίζονται στους βλεννογόνους διαφόρων οργάνων και μπορεί να κυμαίνονται από καλοήθεις έως δυνητικά προκαρκινικούς σχηματισμούς. Αυτές οι μη φυσιολογικές αναπτύξεις ιστού είναι συχνά μικρές, προεξέχουσες μάζες που προσκολλώνται στην εσωτερική επένδυση ενός οργάνου. Ενώ οι πολύποδες συνδέονται συχνότερα με το παχύ έντερο, μπορούν επίσης να σχηματιστούν και σε άλλα μέρη του σώματος, όπως στο στομάχι, τη μήτρα, τη ρινική κοιλότητα, την ουροδόχο κύστη, ακόμη και του λαιμού ή των φωνητικών χορδών. Μάλιστα, αρκετά κοινοί είναι και οι πολύποδες χοληδόχου κύστης, οι οποίοι αν και φαινομενικά ακίνδυνοι, χρήζουν προσοχής λόγω της πιθανότητας για μελλοντική καρκινική εξαλλαγή. 

Τι είναι οι πολύποδες χοληδόχου κύστης;

Οι πολύποδες χοληδόχου κύστης είναι μικρές μάζες ή προεξοχές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τοίχωμα της χοληδόχου κύστης. Μπορεί να ποικίλουν σε μέγεθος και μορφή, από μικρούς, ακίνδυνους σχηματισμούς έως πιο σύνθετες δομές που απαιτούν προσοχή λόγω της πιθανότητας καρκινικής εξαλλαγής. Οι πολύποδες συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα, με αποτέλεσμα η ανίχνευσή τους να γίνεται συχνά τυχαία κατά τη διάρκεια κάποιας απεικονιστικής εξέτασης που διενεργείται για την επισκόπηση άλλων παθήσεων της κοιλιακής χώρας.

Η χοληδόχος κύστη και η λειτουργία της

Η χοληδόχος κύστη είναι ένα μικρό όργανο σε σχήμα αχλαδιού που βρίσκεται στο δεξιό άνω μέρος της κοιλιάς, ακριβώς κάτω από το ήπαρ. Ο ρόλος της είναι η αποθήκευση της χολής, ενός πεπτικού υγρού που παράγεται από το ήπαρ. Κατά τη διάρκεια της πέψης, η χολή απελευθερώνεται στο λεπτό έντερο μέσω του χοληφόρου αγωγού και συμβάλλει στη διάσπαση των λιπαρών τροφών. Η σωστή λειτουργία της χοληδόχου κύστης είναι ουσιαστική για την ομαλή ολοκλήρωση της πέψης και την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών από τις τροφές.

Είδη πολυπόδων χοληδόχου κύστης

Οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες, ανάλογα με τη σύστασή τους και τον κίνδυνο που ενέχουν:

  • Ψευδοπολύποδες (χοληστερινικοί πολύποδες), οι οποίοι είναι και οι πιο συνηθισμένοι, αφού αποτελούν το 60-70% των περιπτώσεων. Είναι συνήθως εναποθέσεις κρυστάλλων χοληστερόλης στα τοιχώματα της χοληδόχου κύστης. Δεν μεγαλώνουν πέραν των 10 mm και δεν παρουσιάζουν τάση μετατροπής σε κακοήθεια.
  • Φλεγμονώδεις πολύποδες, οι οποίοι προκαλούνται από χρόνια φλεγμονή της χοληδόχου κύστης και συνήθως δεν παρουσιάζουν καρκινική εξαλλαγή.
  • Αδενώματα, πολύποδες οι οποίοι θεωρούνται προ-καρκινωματώδεις, με περίπου 5% πιθανότητα να εξελιχθούν σε κακοήθεια. Τα αδενώματα μπορεί να φτάσουν σε μέγεθος από 5 έως 20 mm και συνήθως είναι μονήρεις.
  • Αδενομυωματώδεις πολύποδες, οι οποίοι εμφανίζονται ως πάχυνση του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης. Αν και δεν είναι συνήθως κακοήθεις, αυτό δε σημαίνει πως ο ασθενής δε διατρέχει κίνδυνο, καθώς μπορούν να μετατραπούν σε καρκινικούς με την πάροδο του χρόνου.


Παράγοντες εμφάνισης πολυπόδων χοληδόχου κύστης

Παρόλο που οι περισσότερες περιπτώσεις πολυπόδων χοληδόχου κύστης είναι ασυμπτωματικές και καλοήθεις, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης των συγκεκριμένων μορφωμάτων. Αυτοί περιλαμβάνουν:

  • Ηλικία άνω των 50 ετών
  • Παχυσαρκία, πάθηση η οποία συνδέεται με την αυξημένη εναπόθεση χοληστερόλης.
  • Σακχαρώδης διαβήτης, ο οποίος μπορεί να συμβάλλει στην εμφάνιση χοληστερινικών πολυπόδων.
  • Χολολιθίαση, αφού η ύπαρξη λίθων στη χοληδόχο κύστη μπορεί να προκαλέσει χρόνιο ερεθισμό και ανάπτυξη πολυπόδων.
  • Κληρονομική προδιάθεση λόγω οικογενειακού ιστορικού πολυπόδων ή άλλων παθήσεων του χοληφόρου συστήματος.


Συμπτώματα που προκαλούν οι πολύποδες χοληδόχου κύστης

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης δεν προκαλούν συμπτώματα και μπορεί να παραμείνουν αδιάγνωστοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν παρουσιαστούν συμπτώματα, αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Κοιλιακό πόνο συνήθως στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλιάς.
  • Ναυτία και εμετό ιδιαίτερα μετά την κατανάλωση λιπαρών τροφών.
  • Φούσκωμα και γαστρεντερική δυσφορία μετά την κατανάλωση γευμάτων.
  • Ίκτερος σε σπάνιες περιπτώσεις, εάν ο πολύποδας αποφράξει τον χοληδόχο πόρο.


Διάγνωση

Η διάγνωση των πολυπόδων χοληδόχου κύστης γίνεται κυρίως με απεικονιστικές εξετάσεις. Το υπερηχογράφημα άνω κοιλίας είναι η πιο κοινή και προσιτή μέθοδος. Σε πιο περίπλοκες περιπτώσεις ή για καλύτερη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του πολύποδα, μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε μαγνητική τομογραφία είτε ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα, εξετάσεις οι οποίες συμβάλλουν στη λεπτομερέστερη αξιολόγηση του μεγέθους, των χαρακτηριστικών και της σύστασης του πολύποδα. 

Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο κακοήθειας

Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο κακοήθειας στους πολύποδες της χοληδόχου κύστης περιλαμβάνουν:

  • Μέγεθος, καθώς πολύποδες με διάμετρο μεγαλύτερη από 1 cm έχουν αυξημένη πιθανότητα να είναι κακοήθεις ή να εξελιχθούν σε κακοήθεια. Πολύποδες άνω των 20 mm θεωρούνται σχεδόν πάντα κακοήθεις.
  • Ηλικία, αφού ασθενείς άνω των 50 ετών έχουν υψηλότερο κίνδυνο κακοήθειας.
  • Ρυθμός ανάπτυξης του πολύποδα, του οποίου το μέγεθος αυξάνεται κατά περισσότερο από 2 mm ανά εξάμηνο. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει σοβαρή υπόνοια κακοήθειας.
  • Συνοδά παθολογικά ευρήματα όπως η παρουσία λίθων ή συνύπαρξη σκληρυντικής χολαγγειίτιδας, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο κακοήθειας.


Επιλογές θεραπείας για τους πολύποδες χοληδόχου κύστης

Η αντιμετώπιση των πολυπόδων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το μέγεθος, η σύσταση και τα χαρακτηριστικά τους αλλά και η συμπτωματολογία που προκαλούν. Οι πολύποδες της χοληδόχου κύστης είναι συνήθως καλοήθεις και δεν απαιτούν κάποια θεραπεία αν είναι μικροί και ασυμπτωματικοί, παρά μόνο συστηματική παρακολούθηση και τακτική αξιολόγηση για να διασφαλιστεί ότι δεν αυξάνεται ο κίνδυνος κακοήθειας. Πιο συγκεκριμένα, πολύποδες μικρότεροι από 6 mm συνήθως δεν απαιτούν άμεση παρέμβαση και παρακολουθούνται με υπερηχογράφημα κάθε 6-12 μήνες για τα πρώτα χρόνια. Πολύποδες ωστόσο με διάμετρο άνω των 10 mm ή αυτοί που παρουσιάζουν ταχεία ανάπτυξη πρέπει να αφαιρούνται. Η χολοκυστεκτομή, η αφαίρεση δηλαδή ολόκληρης της χοληδόχου κύστης, αποτελεί για άλλη μια φορά τη μέθοδο εκλογής. 

Μάλιστα, η επέμβαση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με απόλυτη ασφάλεια και με τη λαπαροσκοπική τεχνική. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή είναι μια σύγχρονη και ασφαλής χειρουργική τεχνική κατά την οποία αφαιρείται η χοληδόχος κύστη μέσω τριών πολύ μικρών τομών. Μέσα από τις τομές αυτές εισάγονται ειδικά χειρουργικά εργαλεία και το λαπαροσκόπιο, το οποίο καθοδηγεί το χειρουργό. Καθώς πρόκειται για ελάχιστα επεμβατική τεχνική, η ανάρρωση του ασθενούς είναι ταχύτατη, γεγονός που την καθιστά ιδανική για άτομα με αρκετά απαιτητική καθημερινότητα, και όχι μόνο.

Χολοκυστίτιδα

Οποιαδήποτε μορφή φλεγμονής μπορεί να επηρεάσει σημαντικά όχι μόνο τον ασθενή λόγω της έντονης συμπτωματολογίας που προκαλεί, αλλά και την υγεία του οργάνου στο οποίο αναπτύσσεται. Ειδικά όταν η φλεγμονή είναι οξεία, αντίστοιχα οξεία είναι και τα συμπτώματα τα οποία προκαλεί. Μια τέτοια οξεία και δυσάρεστη μορφή φλεγμονής είναι και η χολοκυστίτιδα, η οποία αναπτύσσεται στη χοληδόχο κύστη. Βέβαια, υπάρχει περίπτωση η πάθηση να λάβει και χρόνια μορφή, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρεί παρατεταμένα τον ασθενή.

Τι είναι η χολοκυστίτιδα;

Η χολοκυστίτιδα είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή της χοληδόχου κύστης, ενός μικρού, οργάνου με σχήμα αχλαδιού κάτω από το ήπαρ που συμμετέχει στην αποθήκευση και απελευθέρωση της χολής. Η χολή παίζει σημαντικό ρόλο στη διάσπαση των λιπών και στη διευκόλυνση της πέψης. Η χολοκυστίτιδα μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια και αποτελεί μια σοβαρή επιπλοκή της χολολιθίασης, η οποία χρειάζεται άμεση ιατρική παρέμβαση.

Πώς προκύπτει η χολοκυστίτιδα;

Η χολοκυστίτιδα προκύπτει συνήθως όταν οι χολόλιθοι αποφράσσουν τον κυστικό πόρο, εμποδίζοντας τη ροή της χολής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση και στάση της χολής, την αύξηση της πίεσης μέσα στη χοληδόχο κύστη και την ανάπτυξη φλεγμονής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η φλεγμονή μπορεί να προκληθεί από λοιμώξεις ή μειωμένη ροή αίματος στη χοληδόχο κύστη. Η απόφραξη του κυστικού πόρου επιτρέπει μάλιστα την υπερβολική ανάπτυξη βακτηρίων που μπορεί να προκαλέσουν μικροβιακή φλεγμονή και τη δημιουργία εμπυήματος, δηλαδή συσσώρευσης πύου στη χοληδόχο κύστη. Η κατάσταση αυτή είναι επικίνδυνη για την υγεία του ασθενούς και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.

Τύποι χολοκυστίτιδας

Όπως προαναφέρθηκε, η χολοκυστίτιδα μπορεί να εμφανιστεί είτε σε οξεία είτε σε χρόνια μορφή. Ωστόσο, η πάθηση διακρίνεται περαιτέρω σε:

Λιθιασική χολοκυστίτιδα που συνιστά την πιο συνηθισμένη μορφή της πάθησης, καθώς εμφανίζεται σε περίπου 95% των περιπτώσεων. Η μορφή αυτή φλεγμονής της χοληδόχου κύστης προκαλείται από χολόλιθους που φράζουν τον κυστικό πόρο. Οι πέτρες αυτές μπορεί να είναι από χοληστερόλη, χολική λάσπη ή άλλα συστατικά. Η απόφραξη οδηγεί σε συσσώρευση χολής και προκαλεί έντονη φλεγμονή.

Αλιθιασική χολοκυστίτιδα, η οποία είναι πιο σπάνια αλλά και πιο σοβαρή. Αυτή εμφανίζεται σε άτομα με σοβαρές παθήσεις, όπως συστηματικές λοιμώξεις, σοβαρή ανεπάρκεια λήψης τροφής ή των αναγκαίων θρεπτικών συστατικών ή μετά από εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις. Αυτή η μορφή μπορεί να αναπτυχθεί ταχέως και να έχει σοβαρές επιπλοκές όπως η νέκρωση του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης.

Παράγοντες κινδύνου εμφάνισης χολοκυστίτιδας

Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης χολοκυστίτιδας περιλαμβάνουν:

  • Ηλικία, αφού ο κίνδυνος αυξάνεται με την πάροδο των ετών, ειδικά μετά τα 60 έτη.
  • Το γυναικείο φύλο λόγω των ορμονικών διακυμάνσεων
  • Μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά και χοληστερόλη, η οποία μπορεί να συμβάλλει στον σχηματισμό χολόλιθων.
  • Παχυσαρκία, η οποία έχει συνδεθεί με την αυξημένη παραγωγή χοληστερόλης.
  • Ανεξέλεγκτη και πολύ γρήγορη απώλεια βάρους, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ανισορροπία της σύστασης της χολής και σε σχηματισμό λίθων.
  • Σακχαρώδης διαβήτης, καθώς η πάθηση αυτή αυξάνει τον κίνδυνο λόγω αλλαγών στο μεταβολισμό της χοληστερόλης.
  • Λήψη ορμονικών σκευασμάτων, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο.


Συμπτώματα που προκαλεί η χολοκυστίτιδα

Η χολοκυστίτιδα μπορεί να προκαλέσει έντονα και επίμονα συμπτώματα, στα οποία συγκαταλέγονται:

  • Οξύς πόνος στο δεξιό άνω τεταρτημόριο της κοιλιακής χώρας. Ο πόνος μπορεί να ακτινοβολεί στη δεξιά ωμοπλάτη ή την πλάτη και είναι συνεχής, σε αντίθεση με τον διαλείποντα πόνο του κολικού των χοληφόρων.
  • Ναυτία και έμετος που συχνά συνοδεύουν τον πόνο και επιδεινώνονται μετά την κατανάλωση φαγητού.
  • Πυρετός και ρίγη, συμπτώματα τα οποία υποδεικνύουν την παρουσία λοίμωξης.
  • Ίκτερος, δηλαδή κιτρίνισμα του δέρματος και των ματιών σε περιπτώσεις απόφραξης του χοληφόρου πόρου.
  • Εφίδρωση και γενική αδυναμία που υποδηλώνουν εκτεταμένη φλεγμονή.


Επιπλοκές της χολοκυστίτιδας

Αν η χολοκυστίτιδα δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές που μπορούν ακόμη και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς. Σε αυτές συγκαταλέγονται:

  • Εμπύημα, δηλαδή συσσώρευση πύου στη χοληδόχο κύστη, που προκαλεί έντονο πόνο και μπορεί να οδηγήσει σε σήψη.
  • Γάγγραινα, η οποία αφορά στη νέκρωση του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης λόγω μειωμένης ροής αίματος.
  • Διάτρηση, δηλαδή ρήξη της χοληδόχου κύστης, η οποία μπορεί με τη σειρά της να οδηγήσει σε περιτονίτιδα, μια επικίνδυνη γενικευμένη φλεγμονή της κοιλιακής κοιλότητας.
  • Χολοκυστικό συρίγγιο, δηλαδή δημιουργία ενός μη φυσιολογικού στομίου που λειτουργεί ως δίοδος επικοινωνίας μεταξύ της χοληδόχου κύστης και άλλων ενδοκοιλιακών οργάνων.


Διάγνωση της χολοκυστίτιδας

Η διάγνωση της χολοκυστίτιδας καθίσταται εφικτή αρχικά με τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού του ασθενούς και την κλινική εξέταση. Στη συνέχεια πραγματοποιείται υπερηχογράφημα κοιλίας σε συνδυασμό με αιματολογικές εξετάσεις. Το υπερηχογράφημα κοιλίας ανιχνεύει τυχόν χολόλιθους και πάχυνση του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης ενώ οι αιματολογικές εξετάσεις αποκαλύπτουν αυξημένα επίπεδα λευκών αιμοσφαιρίων και πιθανές διαταραχές των ηπατικών ενζύμων, ενδείξεις δηλαδή φλεγμονής. Τέλος, μπορεί να χρειαστεί αξονική τομογραφία ή μαγνητική χολαγγειοπαγκρεατογραφία για την ανεύρεση τυχόν επιπλοκών ή για τη λεπτομερή απεικόνιση των χοληφόρων πόρων.

Ενδεδειγμένη θεραπεία για τη χολοκυστίτιδα

Η θεραπεία της χολοκυστίτιδας διαμορφώνεται ανάλογα με την έκταση της πάθησης και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. σε πρώτη φάση, έχει ένδειξη η συντηρητική αντιμετώπιση, η οποία περιλαμβάνει:

  • Νηστεία για την αποφυγή περαιτέρω επιβάρυνσης της χοληδόχου κύστης.
  • Αναπλήρωση υγρών ενδοφλεβίως.
  • Χορήγηση αναλγητικών για τη διαχείριση του πόνου.
  • Αντιβιοτικά αν υπάρχει υποψία λοίμωξης, συνήθως για 7-10 ημέρες.

Βέβαια, για την αποτροπή της επανεμφάνισης της πάθησης και τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης δυνητικά επικίνδυνων επιπλοκών, συνιστάται η οριστική αποκατάσταση του προβλήματος με χειρουργική επέμβαση συχνά αφού ολοκληρωθεί η αρχική συντηρητική θεραπεία. Η επέμβαση εκλογής είναι η χολοκυστεκτομή, η αφαίρεση δηλαδή της χοληδόχου κύστης, η οποία διενεργείται μετά από μερικές εβδομάδες από τη συντηρητική θεραπεία, αφού παρέλθει η φλεγμονή της χοληδόχου κύστης. Μάλιστα, η ελάχιστα επεμβατική λαπαροσκοπική τεχνική μπορεί να εφαρμοστεί και σε αυτή την περίπτωση, ενώ μάλιστα θεωρείται ασφαλής ακόμη και σε περιπτώσεις οξείας φλεγμονής. Σε ασθενείς που δεν μπορούν να υποβληθούν σε γενική αναισθησία, μπορεί να πραγματοποιηθεί διαδερμική χολοκυστοστομία, που προσφέρει προσωρινή ανακούφιση μέχρι να καταστεί δυνατή η οριστική αφαίρεση της χοληδόχου κύστης.

Πρόληψη της χολοκυστίτιδας

Η πρόληψη της χολοκυστίτιδας είναι εφικτή, εάν τα άτομα εστιάσουν στην υιοθέτηση σωστών συνηθειών στον τομέα της διατροφής και όχι μόνο. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο ωφέλιμο μέτρο είναι ο περιορισμός των κορεσμένων λιπαρών και η προσθήκη περισσότερων φρούτων, λαχανικών και δημητριακών ολικής αλέσεως στο καθημερινό διαιτολόγιο. Παράλληλα, η συστηματική σωματική άσκηση βελτιώνει τον μεταβολισμό και μειώνει τον κίνδυνο σχηματισμού λίθων. Η αποφυγή επίσης του καπνίσματος λειτουργεί άκρως βοηθητικά, αφού το κάπνισμα μπορεί να επηρεάσει τη συνολική υγεία του ήπατος και της χοληδόχου κύστης. Τέλος, αν ο ασθενής επιθυμεί να χάσει βάρος, συνιστάται να το κάνει σταδιακά και χωρίς υπερβολές, αφού η γρήγορη απώλεια βάρους μπορεί να οδηγήσει σε χολολιθίαση.