Σκωληκοειδίτιδα
Μια από τις πιο δυσάρεστες και ταυτόχρονα πιο κοινές παθήσεις, ιδίως σε ασθενείς νεαρής ηλικίας, είναι η σκωληκοειδίτιδα. Πρόκειται για πάθηση που αντιμετωπίζεται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων χειρουργικά, καθώς αν η χειρουργική επέμβαση καθυστερήσει καραδοκούν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία του ασθενούς.
Τι είναι η σκωληκοειδίτιδα;
Η σκωληκοειδίτιδα είναι μία φλεγμονώδης πάθηση που εκδηλώνεται στη σκωληκοειδή απόφυση, ένα μικρό, σωληνοειδές όργανο που προβάλλει από το αρχικό τμήμα του παχέος εντέρου, το τυφλό. Η σκωληκοειδής απόφυση έχει μήκος περίπου 5-10 εκατοστά και σχήμα που παραπέμπει σε σκουλήκι. Η λειτουργία της δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, αλλά φαίνεται ότι δεν διαδραματίζει κάποιον κρίσιμο ρόλο για την υγεία, αφού η αφαίρεσή της δεν έχει καμία δυσμενή συνέπεια. Ωστόσο, όταν αναπτύσσεται σε αυτή φλεγμονή, προκύπτει μια επείγουσα κατάσταση που απαιτεί άμεση ιατρική παρέμβαση.
Αιτίες πρόκλησης σκωληκοειδίτιδας
Η σκωληκοειδίτιδα προκαλείται συνήθως από την απόφραξη του αυλού της σκωληκοειδούς απόφυσης, η οποία μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως:
- Ο σχηματισμός κοπρόλιθων, δηλαδή σκληρών μαζών κοπράνων που αποφράσσουν τον αυλό της σκωληκοειδούς απόφυσης
- Ξένα σώματα, τα οποία μπορεί να είναι υπολείμματα τροφών, όπως κουκούτσια.
- Διογκωμένος λεμφικός ιστός, ο οποίος παρατηρείται σε περιπτώσεις λοιμώξεων ή φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου.
- Ύπαρξη παράσιτων όπως εντερικά σκουλήκια.
- Νεοπλάσματα όπως καρκινικοί όγκοι ή άλλοι τύποι όγκων της σκωληκοειδούς απόφυσης.
Η απόφραξη του αυλού της σκωληκοειδούς απόφυσης οδηγεί σε αύξηση της πίεσης στο εσωτερικό της απόφυσης, με αποτέλεσμα τη διάταση και την ανάπτυξη μικροβίων που με τη σειρά τους προκαλούν φλεγμονή. Η συνέχιση αυτής της κατάστασης μπορεί να οδηγήσει σε νεκρωτικές αλλοιώσεις και, τελικά, διάτρηση της σκωληκοειδούς απόφυσης.
Συμπτώματα που προκαλεί η σκωληκοειδίτιδα
Η σκωληκοειδίτιδα εκδηλώνεται συνήθως με ένα σύνολο δυσάρεστων συμπτωμάτων που διαφέρουν ανάλογα με τη θέση της απόφυσης και την ηλικία του ασθενούς. Τα βασικά και συχνότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Κοιλιακό άλγος που ξεκινά ως διάχυτος πόνος γύρω από τον ομφαλό και αργότερα μετατοπίζεται στη δεξιά κάτω κοιλία (δεξιός λαγόνιος βόθρος). Ο πόνος εντείνεται με την κίνηση και την πίεση.
- απώλεια όρεξης, ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό σύμπτωμα που συχνά συνδέεται με ναυτία και δυσφορία.
- Ναυτία και εμετός που μπορεί να συνοδεύονται από διάρροια ή δυσκοιλιότητα.
- Πυρετός και συνοδό ρίγος εξαιτίας της φλεγμονής
- Κοιλιακή ευαισθησία, αφού η κοιλιά σκληραίνει με αποτέλεσμα να καθίσταται εξαιρετικά ευαίσθητη στην ψηλάφηση.
Επιπλοκές της σκωληκοειδίτιδας
Η σκωληκοειδίτιδα, εάν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με τον κατάλληλο τρόπο, μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς. Οι κυριότερες επιπλοκές περιλαμβάνουν:
- Ρήξη της σκωληκοειδούς απόφυσης με αποτέλεσμα την εκροή του περιεχομένου της στην κοιλιακή κοιλότητα.
- Περιτονίτιδα, δηλαδή μόλυνση και σοβαρή φλεγμονή της περιτοναϊκής μεμβράνης, η οποία συνιστά επείγουσα κατάσταση που μπορεί να αποβεί μοιραία αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα. Η περιτονίτιδα συνοδεύεται από έντονο κοιλιακό πόνο, σκλήρυνση της κοιλιάς, υψηλό πυρετό και γενική αδυναμία.
- Ενδοκοιλιακό απόστημα, δηλαδή συγκέντρωση πύου στην κοιλιακή κοιλότητα που μπορεί να απαιτεί παροχέτευση ή/και χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής.
- Σήψη, η οποία είναι δυνητικά θανατηφόρα. Αυτή εκδηλώνεται όταν η λοίμωξη διαχέεται στο αίμα, προκαλώντας μια γενικευμένη φλεγμονώδη απόκριση του οργανισμού.
Διάγνωση της σκωληκοειδίτιδας
Η διάγνωση της σκωληκοειδίτιδας απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση από τον ιατρό, καθώς η θέση της σκωληκοειδούς απόφυσης και η ποικιλία των συμπτωμάτων μπορεί να την καταστήσουν δύσκολη στη διάκριση από άλλες παθήσεις. Η διαδικασία της διάγνωσης ξεκινά με κλινική εξέταση, κατά την οποία ο γενικός χειρουργός εξετάζει και ψηλαφεί την κοιλιακή χώρα για να διαπιστώσει ευαισθησία, σημείο αναπήδησης και άλλες ενδείξεις φλεγμονής. Στη συνέχεια ακολουθεί μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων στις οποίες συγκαταλέγονται η γενική αίματος, η μέτρηση της CRP (C-αντιδρώσα πρωτεΐνη) και η γενική ούρων. Η γενική αίματος συχνά υποδεικνύει αύξηση των λευκοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) στο αίμα, ενώ η CRP είναι συνήθως αυξημένη, επιβεβαιώνοντας τη φλεγμονή. Η γενική ούρων πραγματοποιείται για τον αποκλεισμό άλλων αιτιών όπως ουρολοιμώξεις. Ακολουθούν απεικονιστικές εξετάσεις, στις οποίες πρωταγωνιστεί το υπερηχογράφημα κοιλίας και ιδίως η αξονική τομογραφία. Το υπερηχογράφημα έχει ένδειξη ειδικά σε μικροκαμωμένους ασθενείς, καθώς μπορεί να αποκαλύψει τη φλεγμονή. Η αξονική τομογραφία είναι τέλος η πιο αξιόπιστη απεικονιστική εξέταση, καθώς αποκαλύπτει τη σκωληκοειδή απόφυση, τη σοβαρότητα της φλεγμονής και τυχόν παρουσία ελεύθερου αέρα ή υγρού.
Ειδικές κατηγορίες ασθενών με σκωληκοειδίτιδα
Γενικά, θα πρέπει να δίνεται προσοχή σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες ασθενών με σκωληκοειδίτιδα, όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι έγκυες γυναίκες. Αρχικά, η σκωληκοειδίτιδα στα παιδιά έχει ταχεία εξέλιξη, με υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών όπως ρήξη και περιτονίτιδα. Οι γονείς πρέπει να παρατηρούν σημάδια όπως έντονο κοιλιακό πόνο, εμετούς και πυρετό. Από την άλλη πλευρά, στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, η εξέλιξη της φλεγμονής μπορεί να είναι πιο ήπια, αλλά υπάρχει αυξημένος κίνδυνος επιπλοκών λόγω συνοδών παθολογικών καταστάσεων ή ασθενειών. Η διάγνωση σε αυτή την ηλικιακή ομάδα είναι πιο δύσκολη λόγω άτυπων συμπτωμάτων. Τέλος, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή εάν η ασθενής είναι εγκυμονούσα. Κατά την εγκυμοσύνη, η σκωληκοειδής απόφυση μπορεί να μετατοπιστεί λόγω της ανάπτυξης της μήτρας, κάνοντας τη διάγνωση πιο περίπλοκη. Τα συμπτώματα μπορεί να μιμούνται τις φυσιολογικές ενοχλήσεις της κύησης, όπως ναυτία και κοιλιακό άλγος. Εάν η ασθενής είναι έγκυος, η αξονική τομογραφία αποφεύγεται λόγω ακτινοβόλησης του εμβρύου. Σε αυτή την περίπτωση, το υπερηχογράφημα ή η μαγνητική τομογραφία χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικές διαγνωστικές εξετάσεις.
Ενδεδειγμένη θεραπεία για τη σκωληκοειδίτιδα
Η θεραπεία της σκωληκοειδίτιδας είναι κατά βάση χειρουργική, καθώς η φαρμακευτική αγωγή δεν μπορεί να επιλύσει την απόφραξη του αυλού της σκωληκοειδούς απόφυσης. Η πιο συνηθισμένη προσέγγιση είναι η σκωληκοειδεκτομή, που μπορεί να γίνει είτε ανοικτά είτε λαπαροσκοπικά. Πλέον, η επέμβαση διενεργείται στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων λαπαροσκοπικά, λόγω των σημαντικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει η λαπαροσκοπική τεχνική στους ασθενείς. Η λαπαροσκοπική μέθοδος είναι ελάχιστα επεμβατική και περιλαμβάνει τη διενέργεια τριών μικρών τομών, από τις οποίες εισάγονται το λαπαροσκόπιο και τα χειρουργικά εργαλεία. Με τη λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή ο ασθενής απολαμβάνει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως:
- Μικρότερες τομές και συνεπώς καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
- Ταχύτερη ανάρρωση και μειωμένο μετεγχειρητικό πόνο.
- Ελαχιστοποίηση επιπλοκών μετά την επέμβαση όπως η μετεγχειρητική κήλη.
Εάν ωστόσο υπάρχουν επιπλοκές ή η λαπαροσκοπική μέθοδος δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί, έχει ένδειξη το ανοιχτό χειρουργείο. Σε αυτή την περίπτωση η ανάρρωση είναι πιο αργή και συχνά απαιτείται παραμονή στο νοσοκομείο για 3-4 ημέρες.
Μετεγχειρητική ανάρρωση
Μετά τη λαπαροσκοπική σκωληκοειδεκτομή, οι ασθενείς μπορούν να εξέλθουν από το νοσοκομείο την επόμενη ημέρα. Συνιστάται η αποφυγή έντονης σωματικής δραστηριότητας για λίγες εβδομάδες, ενώ τα σημεία των τομών πρέπει να διατηρούνται καθαρά και στεγνά.