Δρ. Ιωάννης Κοτρογιάννης

Edit Content

Οξεία χολοκυστίτιδα: Αίτια, συμπτώματα & θεραπεία

Ανάμεσα στις πιο επώδυνες αλλά σχεδόν άγνωστες φλεγμονές του πεπτικού συστήματος εντάσσεται και η οξεία χολοκυστίτιδα. Πρόκειται για μια μορφή γενικευμένης φλεγμονής ολόκληρης της χοληδόχου κύστης, ενός οργάνου σε σχήμα αχλαδιού στο οποίο ρέει και αποθηκεύεται η χολή. Η φλεγμονή αυτή, αν και σχετικά πιο σπάνια, μπορεί να ταλαιπωρήσει σε έντονο βαθμό τον ασθενή.


Τι είναι η οξεία χολοκυστίτιδα;

Η οξεία χολοκυστίτιδα είναι μια σοβαρή πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή της χοληδόχου κύστης. Συνήθως προκαλείται από την απόφραξη του κυστικού πόρου από χολόλιθους, οι οποίοι αποτελούνται κυρίως από χοληστερόλη. Αυτή η απόφραξη εμποδίζει τη φυσιολογική ροή της χολής, αυξάνοντας την πίεση στη χοληδόχο κύστη και κατά συνέπεια οδηγώντας σε φλεγμονώδη αντίδραση. Παρότι η οξεία χολοκυστίτιδα συνδέεται συχνότερα με τη χολολιθίαση, μπορεί επίσης να εμφανιστεί χωρίς την παρουσία λίθων, όπου και γίνεται λόγος για αλιθιασική χολοκυστίτιδα. Η πάθηση απαιτεί ταχείς χειρισμούς ως προς τη διάγνωση και τη θεραπεία της, καθώς οι επιπλοκές που ενδέχεται να προκύψουν μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή.


Αίτια και παράγοντες κινδύνου

Η οξεία χολοκυστίτιδα διακρίνεται σε δύο κύριους τύπους: τη λιθιασική και την αλιθιασική, όπου ανάλογα με τον κάθε τύπο διαφοροποιούνται και τα υποκείμενα αίτια. Η λιθιασική χολοκυστίτιδα αντιπροσωπεύει τη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων και σχετίζεται με την απόφραξη του κυστικού πόρου από χολόλιθους ή χολική λάσπη. Η συσσώρευση χολής προκαλεί αύξηση της πίεσης στη χοληδόχο κύστη, οδηγώντας σε φλεγμονή. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρξει βακτηριακή μόλυνση, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση. Η αλιθιασική χολοκυστίτιδα από την άλλη πλευρά είναι σπανιότερη, αλλά πιο σοβαρή. Αυτή εμφανίζεται σε ασθενείς που ήδη νοσηλεύονται για άλλες σοβαρές παθήσεις, όπως εκτεταμένα εγκαύματα, τραυματισμούς ή σηψαιμία. Παρότι το υποκείμενο αίτιο εμφάνισης της αλιθιασικής χολοκυστίτιδας δεν είναι πλήρως κατανοητό, φαίνεται να συνδέεται με μειωμένη αιμάτωση και λειτουργική διαταραχή της χοληδόχου κύστης.

Ως προς τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης οξείας χολοκυστίτιδας, δύο κύριοι ένοχοι είναι η ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού εμφάνισης παθήσεων της χοληδόχου κύστης και η παχυσαρκία ή ακόμα και η περίσσεια σωματικού βάρους. Ειδικά αν τα περιττά κιλά έχουν συσσωρευτεί λόγω τακτικής κατανάλωσης λιπαρών γευμάτων, οι πιθανότητες να εκδηλωθεί οξεία χολοκυστίτιδα αυξάνονται σημαντικά. Στον αντίποδα, και η απότομη απώλεια βάρους επιβαρύνει σημαντικά τη χοληδόχο κύστη, καθιστώντας την επιρρεπή στην εμφάνιση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων. Ορισμένες επίσης παθήσεις μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες εμφάνισης οξείας χολοκυστίτιδας, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, ξ μεσογειακή αναιμία και οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα και νόσος του Crohn). Η χολολιθίαση και η οξεία χολοκυστίτιδα τείνουν μάλιστα να προτιμούν το γυναικείο φύλο. Τέλος, παράγοντες όπως η σωματική αδράνεια, η προχωρημένη ηλικία, η λήψη ορμονικών σκευασμάτων και οι πολλαπλές εγκυμοσύνες εντείνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης χολολιθίασης και κατά συνέπεια οξείας χολοκυστίτιδας.


Συμπτώματα και επιπλοκές που προκαλεί η οξεία χολοκυστίτιδα

Η οξεία χολοκυστίτιδα εκδηλώνεται με ένα φάσμα συμπτωμάτων. Το πρώτο και κυρίαρχο σύμπτωμα είναι ο ξαφνικός και έντονος πόνος στο δεξιό άνω τμήμα της κοιλιάς. Ο πόνος αυτός μπορεί να ακτινοβολεί στο δεξί τμήμα της πλάτης ή στον ώμο και συχνά επιδεινώνεται με βαθιές αναπνοές ή κατά την κίνηση. Σε αντίθεση με τον πόνο του χοληφόρου κολικού, ο οποίος υποχωρεί μετά από μερικές ώρες, ο πόνος της οξείας χολοκυστίτιδας είναι συνήθως επίμονος και ενδέχεται να συνοδεύεται από πυρετό, ναυτία, εμετό, κακουχία και αδυναμία. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστεί ίκτερος (κιτρίνισμα του δέρματος και του λευκού των ματιών), κάτι που υποδηλώνει εμπλοκή του χοληφόρου συστήματος.

Η οξεία χολοκυστίτιδα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Οι πιο συχνές επιπλοκές περιλαμβάνουν:

  • Γάγγραινα, δηλαδή νέκρωση του τοιχώματος και διάτρηση της χοληδόχου κύστης, κατάσταση η οποία οδηγεί σε περιτονίτιδα.
  • Εμπύημα χοληδόχου κύστης, δηλαδή συσσώρευση πύου μέσα στη χοληδόχο κύστη.
  • Χολοκυστικό συρίγγιο, δηλαδή δημιουργία μη φυσιολογικών διόδων επικοινωνίας ανάμεσα στη χοληδόχο κύστη και σε γειτονικά όργανα.
  • Σήψη, δηλαδή εξάπλωση της λοίμωξης στο αίμα, η οποία μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ασθενούς.


Διάγνωση της πάθησης

Η διάγνωση ξεκινά με λήψη του ιστορικού του ασθενούς και κλινική εξέταση. Εάν τα συμπτώματα και η κλινική εικόνα υποδεικνύουν οξεία χολοκυστίτιδα, ο ασθενής υποβάλλεται σε υπερηχογράφημα κοιλίας, το οποίο είναι η κύρια διαγνωστική εξέταση για την επιβεβαίωση της φλεγμονής και την ανίχνευση χολόλιθων. Επιπρόσθετες εξετάσεις, όπως αιματολογικές εξετάσεις για τη μέτρηση συγκεκριμένων δεικτών (λευκά αιμοσφαίρια, CRP) ή απεικονιστικές εξετάσεις όπως η μαγνητική ή αξονική τομογραφία, μπορεί να χρειαστούν για πιο σύνθετες περιπτώσεις.


Επιλογές θεραπείας για την οξεία χολοκυστίτιδα

Η θεραπεία της οξείας χολοκυστίτιδας ξεκινά με την ανακούφιση των συμπτωμάτων και τον έλεγχο της φλεγμονής. Στο αρχικό στάδιο, ο ασθενής καλείται να διακόψει οποιαδήποτε πρόσληψη τροφής για να μειωθεί η δραστηριότητα της χοληδόχου κύστης, ενώ λαμβάνει ενδοφλέβια υγρά και αντιβιοτικά για την καταπολέμηση της λοίμωξης. Η χορήγηση παυσίπονων βοηθά επίσης στην ανακούφιση του πόνου.

Ωστόσο, η οριστική θεραπεία επιτυγχάνεται μέσω χειρουργικής αφαίρεσης της χοληδόχου κύστης, γνωστής ως χολοκυστεκτομή. Μάλιστα, πλέον η επέμβαση πραγματοποιείται με απόλυτη ασφάλεια λαπαροσκοπικά. Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή είναι η μέθοδος εκλογής, καθώς είναι ελάχιστα επεμβατική, προσφέρει μικρότερη νοσηρότητα, ταχύτερη ανάρρωση και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Η χειρουργική επέμβαση συνιστάται να πραγματοποιείται εντός της πρώτης εβδομάδας από την έναρξη των συμπτωμάτων, εφόσον η κατάσταση του ασθενούς το επιτρέπει. Σε περιπτώσεις ωστόσο που η χειρουργική αντιμετώπιση δεν είναι εφικτή λόγω της γενικής κατάστασης του ασθενούς, μπορεί να χρησιμοποιηθεί παροχέτευση της χοληδόχου κύστης μέσω διαδερμικής χολοκυστοστομίας.

Η πλειονότητα των ασθενών που υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή αναρρώνει πλήρως μέσα σε λίγες ημέρες. Μερικοί ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν παροδικά συμπτώματα δυσπεψίας ή φουσκώματος, τα οποία συνήθως υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου. Η απουσία της χοληδόχου κύστης δεν επηρεάζει σημαντικά την πέψη, καθώς το ήπαρ συνεχίζει να παράγει χολή η οποία απελευθερώνεται απευθείας στο λεπτό έντερο.